- Θαλάμας
- Θαλάμᾱς , Θαλάμαιfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλάμας — θαλάμᾱς , θαλάμη lurkingplace fem acc pl θαλάμᾱς , θαλάμη lurkingplace fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοπαγής — ές, Α αυτός που είναι στημένος, κατασκευασμένος σαν σκηνή («νέκταρος ἐμπλήσαις σκηνοπαγεῑς θαλάμας», Απολλωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + πᾱγής (< πήγνυμι*), πρβλ. γομφο παγής] … Dictionary of Greek
ύπαφρος — και δ. γρφ. ὕποφρος, ον, Α 1. ο κάπως αφρώδης 2. αυτός που έχει αφρούς από κάτω («καὶ τούτων οὐδὲν ὅτι οὐχ ὕπαφρόν ἐστι καὶ ἔχον περὶ αὐτὸ θαλάμας», Ιπποκρ.) 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπαφρον τὸ μὴ φανερόν ὕπαφρον λέγουσιν,... ἔνιοι κρύφιον καὶ… … Dictionary of Greek